πραγματοδίφης

πραγματοδίφης
πραγματοδί̱φης , πραγματοδίφης
one who hunts after lawsuits
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πραγματοδίφης — ὁ, Α αυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιώτικος... καὶ πραγματοδίφης», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, ατος + δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστρο δίφης, ιστοριο δίφης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”